KHWAJA TAWFIQ SEDIQI VIA AP

Η Ιστορία της περιοχής στην οποία βρίσκεται σήμερα το κράτος του Αφγανιστάν μπορεί να ανιχνευθεί γύρω στα 500 π.Χ, την περίοδο που οι νομάδες της περιοχής είχαν κυριευτεί από την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, της πρώτης Περσικής αυτοκρατορίας η οποία ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα τον Κύρο τον Β′ και διευρύνθηκε από τον Δαρείο τον Γ’.

Κατά την μεγάλη εκστρατεία του Μέγα Αλεξάνδρου, η περιοχή κατακτήθηκε από τους Έλληνες το 330 π.Χ.

Μετά τον Θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου ξέσπασε η διαμάχη για την διαδοχή του θρόνου με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της αυτοκρατορίας και στην συνέχεια η περιοχή αυτή κατακτήθηκε από τους Σελευκίδες, τους Πάρθους, τους Κουσάνα, τους Σασανίδες και τους Εφθαλίτες.

Ο εξισλαμισμός των περιοχών

Μετά το 660 όπου ο γιος του Μωάμεθ, Αλί συνέχισε το έργο του εξισλαμισμού, τον 7ο με 8ο αιώνα μ.Χ υπήρξε έντονη ανάπτυξη του μουσουλμανικού κόσμου.

Πέρασαν πολλές ανακατάταξεις σε εκείνο το γεωγραφικό σημείο με διάφορες ηγεμονίες από τους Γαζναβίδες, τους Γουρίδες, Τιμουρίδους μέχρι την τελευταία δυναστεία των Μπαρακζάι.

Η πρώτη Αφγανική αυτοκρατορία

Τον 14ο αιώνα ο Ντουρανί ένωσε τις σποραδικές και κατακερματισμένες ανα του αιώνες φυλές και δημιούργησε την πρώτη Αφγανική αυτοκρατορία με τρεις διοικητικές ενότητες του Βορά, της Δύσης και του Νότου η οποία είχε ακμή μέχρι τον 19ο αιώνα όπου πραγματοποιήθηκε ο πρώτος Αγγλοαφγανικός πόλεμος στον οποίο κέρδισε η Αφγανική αυτοκρατορία και ακολούθησε ο δεύτερος μεταξύ 1878-1880, κατά τον οποίο κέρδισαν οι Βρετανοί.

Το 1919 έγινε εξέγερση από την πλευρά των Αφγανών με αποτέλεσμα την οριστική τους νίκη καθώς είχαν το συγκριτικό πλεονέκτημα της ορεινής γεωγραφικής δομής έναντι του τακτικού βρετανικού Στράτου. Η γεωφυσική δομή δίνει ακόμα και σήμερα το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους ντόπιους όπως φάνηκε και από την 20 ετή κατοχή των Νατοϊκών δυνάμεων που δεν κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους Ταλιμπάν.

Η αλλαγή από Ισλαμικό σε κοσμικό κράτος και οι αντιδράσεις

Από το 1939 και έπειτα, την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου το Αφγανιστάν τήρησε απόλυτη ουδετερότητα με αυτοαπομόνωση από τα τεκταινόμενα. Ο Αμανουλάχ Χαν έφερε τον εκσυγχρονισμό στην χώρα ακολουθώντας τις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ στην Τουρκία όπου την μετέτρεψε σε ενα νεοσύστατο κράτος με δυτικές επιρροές. Μέχρι το 1970 το βασίλειο του Αφγανιστάν είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε επίπεδα δομών, εκσυγχρονισμού αλλά και ανάπτυξης των επιστημών. Η εξέλιξη αυτή έφερε μεγάλη δυσαρέσκεια σε ένα τμήμα του πληθυσμού όπου θεωρούσαν πως ακολουθώντας την δύση είναι μια προδοσία απέναντι στο Ισλάμ.

Η κούρσα για την σφαίρα επιρροής μεγάλων δυνάμεων

Παρ όλες τις δυσκολίες το Αφγανιστάν επέφερε την Δημοκρατία το 1973, μια δημοκρατία η οποία είχε έναν ρόλο ουδέτερο και καρπωνόταν τα οφέλη της κόντρας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ η οποία ανατράπηκε βίαια, σχετικά σύντομα, μετά από πέντε έτη, από στρατιωτικό πραξικόπημα με φιλοσοβιετική στάση το 1978 και διήρκεσε για δύο συναπτά έτη.

Σε αυτό το σημείο, το 1980 όπου υπήρχε η κορύφωση του ψυχρού πολέμου και το νέο καθεστώς προσπαθούσε με αγωνία να μεταλαμπαδεύσει το νέο δόγμα ακόμα και με την χρήση βίας, οι μεταρρυθμίσεις που έφεραν οι Σοβιετικοί απομάκρυναν τους Αφγανούς από τις παραδοσιακές τους αξίες όπως και από Ισλάμ, κάτι που έφερε μεγάλη αναστάτωση στους κόλπους των Αφγανών οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μια ενότητα υπό της θρησκευτικής πίστεως.

Ήδη επί 100 χρόνια οι δυτικοί τους πολεμούσαν και προσπαθούσαν να τους μεταλαμπαδεύσουν δια της βίας το δικό τους δόγμα αλλά και τους εκμεταλλεύονταν με πολλαπλούς τρόπους. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει καθώς όλη η πολιτική της περιοχής εξαρτώταν από τις διεθνής συνθήκες και από τις μεγάλες δυνάμεις. Η καταπίεση που έφερε η τελευταία ηγεσία στα θρησκευτικά πιστεύω του λαού δημιούργησε τους Μουτζαχεντίν.

Η ”θρησκευτική επανάσταση” με τις ευλογίες των ΗΠΑ.

Από το 1980 ανέλαβαν την εξουσία οι Μουτζαχεντίν οι οποίοι είχαν κοινά συμφέροντα με τις ΗΠΑ, την απομάκρυνση των Σοβιετικών από την περιοχή οπότε είχαν στον αγώνα τους και την υποστήριξη των ΗΠΑ, του Πακιστάν, του Ιράν και της Κίνας η οποία ακολουθούσε πιστά τις ΗΠΑ μετά από την βοήθεια που προσέφερε απέναντι στον πόλεμο με την Ιαπωνία κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η υποστήριξη όλων αυτών των κρατών είχε ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση των σοβιετικών δυνάμεων με επί δέκα έτη εμφυλίου πολέμου και την πλήρη αποχώρηση τους.

Οι αιώνιες διαμάχες της Δύσης και οι πόλεμοι έφεραν τον εξτρεμισμό

Μετά από όλη την μακροχρόνια πολεμική κατάσταση αλλά και για την ελευθερία κυρίως απέναντι στην θρησκεία τους δημιουργήθηκε η ακραία ισλαμιστική οργάνωση των Ταλιμπάν που σημαίνει σπουδαστές του κινήματος της ισλαμικής γνώσης δηλαδή ένα πολιτικό-θρησκευτικό κίνημα. Το θεοκρατικό αυτό καθεστώς κατηγορεί την δυτική σκέψη, τις επιστήμες και έχει ως ορόσημο την πλήρη κατάρρευση των δικαιώματων των γυναικών.

Οι Ταλιμπάν ως οργάνωση

Ποιοι είναι οι Ταλιμπάν, είναι μια ισλαμιστική οργάνωση η οποία ακολουθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο τη σαρία. Ο στόχος τους είναι η δημιουργία ενός γνήσιου ισλαμικού κράτους, επιβάλλοντας ακόμα και με την βία σε άνδρες και πολύ αυστηρότερα σε γυναίκες περιορισμούς στην καθημερινότητα και την ατομική εξέλιξη. Απαγορεύουν στις γυναίκες τις σπουδές, την εργασία και την κοινωνική ζωή όπως και το δικαίωμα στην υγεία καθώς πρέπει να τις εξετάζουν μόνο γυναίκες οι οποίες όμως δεν θα σπουδάζουν ιατρική ούτε θα εργάζονται ως γιατροί.

Οι Ταλιμπάν είχαν αναλάβει την κυβέρνηση του Αφγανιστάν από το 1996 έως το 2001 όπου έγινε και το τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους.

Το τρομοκρατικό χτύπημα στις ΗΠΑ και η νέα εποχή

Το 2001 οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν έναν άνευ όρων πόλεμο απέναντι στους Ταλιμπάν και τον Οσάμα Μπιν Λάντεν ο οποίος θεωρούταν κύριος χρηματοδότης τους όπως και οργανωτής τους. Σε αυτόν τον πόλεμο νίκησαν οι ΗΠΑ.

Ο Τραμπ ως προπομπός και ενορχηστρωτής των εξελίξεων

Στις 29 Φεβρουαρίου του 2020 έπειτα από 19 χρόνια παρουσίας με Πρόεδρο τον Ν. Τραμπ, οι ΗΠΑ και οι Ταλιμπάν υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία, φιλοδοξώντας να θέσουν τέλος σε έναν ατέρμονο πολυετή πόλεμο από όταν οι αμερικανικές και συμμαχικές δυνάμεις είχαν εισβάλει στο Αφγανιστάν με στόχο να ανατρέψουν το καθεστώς των Ταλιμπάν που υπέθαλπε την Αλ Κάιντα.

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ επί της ουσίας ήταν αυτός που ήρθε σε συνεννόηση με τους Ταλιμπάν καθώς είχε προβεί σε δηλώσεις ότι τα Αμερικανικά στρατεύματα θα αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου σχετικά με τη συμφωνία που υπογράφηκε στην Ντόχα.

«Εργαζόμαστε για να τερματίσουμε επιτέλους τον πιο μακροχρόνιο πόλεμο και να φέρουμε τους στρατιώτες μας πίσω»

Όταν τον ρώτησαν κατά πόσον θα είναι σε θέση ο αφγανικός κυβερνητικός στρατός να υπερασπιστεί τη χώρα έναντι των Ταλιμπάν, ο Τραμπ απάντησε ότι δεν το γνωρίζει, προσθέτοντας ότι «τελικά, οι χώρες θα πρέπει να φροντίζουν τον εαυτό τους».

Ο Στόλτενμπεργκ δήλωσε ότι το ΝΑΤΟ είναι έτοιμο «να προσαρμόσει, να μειώσει» την παρουσία του στο Αφγανιστάν αφού υπογραφεί η συμφωνία. Ωστόσο προειδοποίησε ότι αν οι συνθήκες επί του εδάφους επιδεινωθούν «μπορούμε να αυξήσουμε και πάλι την παρουσία μας».

Στις 21 Νοεμβρίου 2020, ο τέως ΥΠΕΞ της κυβέρνησης Τραμπ, Μάικ Πομπέο, συναντήθηκε επίσημα και φωτογραφήθηκε με τον μουλά Αμντούλ Γκανού Μπαράνταρ, εκ των ιδρυτών των Ταλιμπάν, έπειτα από ενέργειες της διοίκησης Τραμπ για την ασφαλή απελευθέρωσή από φυλακή στην Καμπούλ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ταλιμπάν είχαν υποσχεθεί πως «θα σταματήσουμε να σκοτώνουμε Αμερικανούς στρατιώτες, αν αποσύρετε τα στρατεύματά σας», το γεγονός παραμένει πως η κακοδιαχείριση της απόσυρσης των στρατιωτών από τον Πρόεδρο Μπάιντεν απλά παρέδωσε το Αφγανιστάν στα χέρια των φανατικών Ταλιμπάν μετά από 20 χρόνια ενός ανούσιου πολέμου.

Ο Μπαϊντεν στην εξουσία τηρώντας την προεκλογική του δέσμευση

EVAN VUCCI VIA AP

Μεταξύ του 2001 και του 2019, δυο εκατομμύρια άνθρωποι υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν, από διάφορες χώρες και πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια δαπανήθηκαν, μια πρωτοφανής και αξιοσημείωτη αφοσίωση πόρων σε μια φτωχή χώρα.

Η αποχώρηση του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν ξεκίνησε πριν από τον Αύγουστο, συγκεκριμένα από τον Ιούλιο με το κλείσιμο της βάσης της Μπαγκράμ κίνηση που σηματοδότησε και το τέλος της ουσιαστικής στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη χώρα, ανοίγοντας το δρόμο για τους Ταλιμπάν.

Στις 13 Αυγούστου έγινε η κάτωθι δήλωση από τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ ”Στόχος μας παραμένει να υποστηρίξουμε την αφγανική κυβέρνηση και τις δυνάμεις ασφαλείας όσο το δυνατόν περισσότερο” μετά την ολοκλήρωση του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου σήμερα στις Βρυξέλλες για την κατάσταση στο Αφγανιστάν.

Ποιοι όμως ήταν οι λόγοι της αποτυχίας των ΗΠΑ αλλα και της διεθνούς κοινότητας στο Αφγανιστάν και ήταν όντως αποτυχία;

Είναι σαφές πως για την σημερινή κατάσταση φταίνε και οι δύο πρόεδροι και ο Τραμπ και ο Μπάιντεν αλλά πάνω από όλα η έλλειψη μιας σταθερής διαχρονικής γραμμής.

Παρόλο που υπήρξε ένας πόλεμος 20 ετών ο οποίος στοίχισε 80 δισ δολάρια

και τις ζωές των 3500 διεθνών στρατευμάτων μαζί με αυτές περίπου 200.000 Αφγανών η στρατιωτική αποτυχία της νίκης έναντι των Ταλιμπάν είναι πλέον εμφανής.

Ο Μπαϊντεν στην εξουσία τηρώντας την προεκλογική του δέσμευση

1) Αρχικά παρ όλη την μακροχρόνια παρουσία του ΝΑΤΟ στην χώρα, δεν έγινε ποτέ σωστή κατανομή ανθρωπίνων πόρων όπως και στρατευμάτων. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόταν μια κατανομή των δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή καθώς αποσπάστηκε η παρουσία της Αμερικής από τον πόλεμο στο Ιράκ με στόχο την εξολόθρευση της Αλ Κάιντα η οποία βέβαια στηρίζεται από τους Ταλιμπάν.

Αυτό σε συνδυασμό με την κυβέρνηση του Αφγανιστάν η οποία ήταν πλήρως ελεγχόμενη είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει μια λανθασμένη επανάπαυση από πλευράς του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ έδειχναν στους συμμάχους πως ήθελαν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα πάρα του συνόλου του ΝΑΤΟ.

2) Δεν υπήρξε ποτέ ένα δομημένο σχέδιο καθώς άλλαζαν συνέχεια τα πρόσωπα στην περιοχή όπως και η πολιτική ηγεσία. Υπήρχε έλλειψη καθώς δημιουργήθηκε ένα νέο έθνος με πλήρη ανάμειξη στα εσωτερικά δίνοντας ακόμα και στους πολίτες το αίσθημα πως υπήρχε μια στρατιωτική κατοχή στην χώρα.

3) Η ύπαρξη πόρων άρα και χρήματος πάντα έδινε την αίσθηση ότι κάποιοι μπορούν να συμμαχήσουν με τους Ταλιμπάν ώστε να αποκτήσουν πόρους. Η μέριμνα του ΝΑΤΟ δεν ήταν η αποκατάσταση της περιφερειακής ειρήνης μέχρι που πλέον ήταν πολύ αργά για να επιτευχθεί ειρήνη με τους Ταλιμπάν μέσα στο ίδιο το Αφγανιστάν.

4) Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν η μη παροχή βοήθειας στην χώρα. Δεν υπήρξε ποτέ ένα οργανωμένο επιχειρηματικό πλάνο ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και η ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας διότι παρόλο που υπήρξε χρηματοδότηση, αυτή δινόταν με έναν τρόπο κατά τον οποίο ο ιδιώτης προσπαθούσε περισσότερο να έχει όφελος από την χρηματοδότηση αυτό καθ αυτό πάρα από την ενίσχυση μιας επιχείρησης.

KHWAJA TAWFIQ SEDIQI VIA AP

Τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αποφευχθεί η αποτυχία του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν

Για να κατορθώσει η Δύση μια επιτυχημένη μετάβαση, σύσσωμη η διεθνής κοινότητα θα έπρεπε να σκεφθεί την αστική κοινωνία και τα πολιτικά κόμματα. Οι προϋποθέσεις για την ευημερία δεν είναι εκείνες ενός στρατιωτικοποιημένου κράτους αντιθέτως ενός δημοκρατικού κράτους με ισχυρή αστική κοινωνία και ευρεία πολιτική αντιπροσώπευση.

Έτσι, αν οι στρατηγικές και οι πολιτικές είχαν σωστή υλοποίηση και βασίζονταν πάνω στις ανάγκες των Αφγανών, σε συνδυασμό με ισχυρή αφγανική ηγεσία, σε αντίθεση με την σημερινή όπου ο Πρόεδρος της χώρας με άρτιο εκπαιδευμένο στρατό, 300.000 άνδρες, ο οποίος ήταν το ”μεγαλύτερο επίτευγμά του Αφγανικού κράτους ” όπως το έχει θέσει ο Αχμάντ Μασούντ, χάρισε την χώρα στους Ταλιμπάν, οι οποίοι αξίζει να σημειωθεί ότι είχαν έναν στρατό σαφώς μικρότερο, της τάξεως των 80.000, άτακτων και μη εκπαιδευμένων στρατιωτών, με παρωχημένο στρατιωτικό εξοπλισμό. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως ο Πρόεδρος Μπαϊντεν ίσως ορθά ανέφερε πως δεν θα δώσουμε έναν πόλεμο τον οποίο οι Αφγανοί δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν.

Με αυτόν τον τρόπο σε αντίστοιχη περίπτωση με μια διαφορετική ηγεσία δεν θα υπήρχαν οι επικίνδυνες πολιτικές διαμάχες εντός της τοξικής αφγανικής κυβέρνησης που έχει καταστρέψει ακόμα και την στρατιωτική αποτελεσματικότητα.

Σε αυτήν την περίπτωση μια επέλαση των Ταλιμπάν θα έβρισκε απέναντι της μια επιτυχημένη κυβερνητική στρατηγική άμυνα με την συγκέντρωση των κυβερνητικών δυνάμεων για την άμυνα της Καμπούλ, της Κανταχάρ, της Τζαλαλαμπάντ και άλλων βασικών πόρων.

Αυτή η προσέγγιση θα επέτρεπε την συγκέντρωση των κυβερνητικών δυνάμεων και την καλύτερη χρήση της περιορισμένης αεροπορικής δύναμης με την συντριπτική νίκη όχι των Αμερικανών, στα μάτια των Αφγανών αλλά του ίδιου τους του Έθνους έναντι στην τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό. Μια ψυχολογική δύναμη θα διαπερνούσε την ραχοκοκαλιά κάθε δημοκράτη Αφγανού.

Εάν η διεθνής κοινότητα επένδυε ακόμα περισσότερο στην δημοκρατία και στην ανάδειξη ισχυρών τοπικών πολιτικών με έρεισμα στην κοινωνία, με αυτοπεποίθηση και πίστη στον λαό του, το μέλλον του Αφγανιστάν θα ήταν σε θέση να ανταμείψει τη διεθνή κοινότητα συνεισφέροντας στην διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

Οι δυτικοί έπρεπε να ενισχύσουν το Αφγανιστάν να κάνει μεταρρυθμίσεις χωρίς να υπενθυμίζουν την διαρκή παρουσία τους στην χώρα αλλά να δώσουν ένα αίσθημα ελευθερίας αλλά και ασφάλειας συνάμα. Έπειτα να υπάρξει μια πολιτισμική διείσδυση στο Αφγανιστάν με την υποστήριξη των εκσυγχρονιστών και με το δόγμα διαιρεί και βασίλευε να υπερισχύσουν ώστε να ενισχυθεί η Αφγανική ενότητα απέναντι στους Ταλιμπάν. Αυτό προϋποθέτει να γίνει σωστή κατανομή χρημάτων ώστε πληρωθούν στρατιώτες και να ενισχυθούν οικονομικά τοπικοί παράγοντες.

Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να υπάρξει παροχή πληροφοριών που θα μπορούσαν επίσης να είχαν φανεί χρήσιμες.

Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε ακόμα και να υπογραφεί μια ειρηνευτική συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης μιας συμφωνίας μεταξύ των Ταλιμπάν και των ομάδων που δεν είναι Παστούν, όπως οι Ουζμπέκοι και οι Τατζίκοι. Αυτές οι περιοχές θα μπορούσαν να περιέλθουν στον έλεγχο των πολεμάρχων που εκπροσωπούσαν την πρώην Βόρεια Συμμαχία.

Τελικά η παρουσία της Δύσης έφερε κάποια αποτελέσματα στο Αφγανιστάν και τίποτα δεν ήταν μάταιο.

Έγινε η οικοδόμηση ενός νέου κράτους καθώς στο φτωχό Αφγανιστάν δεν υπήρχε οδικό δίκτυο, σήμερα χιλιάδες χιλιόμετρα δρόμων και εθνικών οδών έχουν ανακατασκευαστεί και στρωθεί.

Έγιναν επενδύσεις για την κατασκευή χιλιάδων σχολείων όπου μέχρι και πρόσφατα σύμφωνα με το αφγανικό Υπουργείο Παιδείας, πάνω από 8 εκατομμύρια αγόρια αλλά και κορίτσια, κάτι που απαγορεύθηκε και στο παρελθόν αλλά διαφαίνεται ότι θα απαγορευτεί και στο μέλλον να πηγαίνουν στο σχολείο. Όταν την κυβέρνηση την είχαν οι Ταλιμπάν πριν το 2001, ο αριθμός των αγοριών ήταν περίπου μισό εκατομμύριο.

Γέφυρες και φράγματα που καταστράφηκαν από τους Ταλιμπάν ξανακτίστηκαν. Κατασκευάστηκαν εκατοντάδες κλινικές και νοσοκομεία.

Πέντε μεγάλες εταιρείες τηλεπικοινωνιών συνέδεσαν εκατομμύρια Αφγανών με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω των κινητών τηλεφώνων και του ιντερνέτ. Σήμερα έχουμε ένα λειτουργικό τραπεζικό σύστημα και μαζική επένδυση στον μεταλλευτικό τομέα.

Εκατομμύρια παιδιών σε ολόκληρη την χώρα εμβολιάζονται απέναντι σε επιδημικές ασθένειες και κάπου το 80% του πληθυσμού έχει πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας.

Η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική που έβαλε τα θεμέλια για την δημιουργία ενός νέου Αφγανιστάν όπου το 2001, υπήρχε ένα κατά κεφαλή εισόδημα της τάξης των 150 δολαρίων ενώ πλέον ανέρχεται στα 600 δολάρια. Το ΑΕΠ μας αυξήθηκε από τα 3 δισ. δολάρια το 2001 ξεπέρασε κατά μακράν τα 20 δισ. δολάρια ενώ εμπόριο μεταξύ του Αφγανιστάν και των γειτονικών κρατών αυξήθηκε στα 2,5 δισ.δολάρια ετησίως.

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν τελείωσε

Η επικράτηση των Ταλιμπάν σημαίνει πιθανότατα εξαφάνιση κεκτημένων είκοσι χρόνων, σε επίπεδο θεσμών και δικαιωμάτων. Αυτό όμως δεν είναι de facto, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν έχει τελειώσει ούτε το γεγονός ότι σήμερα την εξουσία την έχουν οι Ταλιμπάν σημαίνει πως είναι αμετάβλητο. Υπάρχουν ακόμα πόλεις που συγκεντρώνουν αντίσταση με νέους Αφγανούς ηγέτες να ξεπροβάλλουν.

Η ύπαρξη ορυκτού πλούτου της τάξεως του ενός τρισ δολαρίων δεν θα αφήσει τις διεθνής εξελίξεις να επιτρέψουν την κυβέρνηση να διακατέχεται από εξτρεμισμό καθώς το μέλλον της ηλεκτροκίνησης εξαρτάται από το σύστημα διακυβέρνησης του Αφγανιστάν καθώς ενδεικτικά το Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, το 2010 είχε υποστηρίξει πως το Αφγανιστάν θα μπορούσε να γίνει «η Σαουδική Αραβία του λιθίου».

Η χώρα διατηρεί κάποια από τα μεγαλύτερα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα λιθίου παγκοσμίως, ένα βασικό συστατικό για την κατασκευή μπαταριών (ιόντων λιθίου), οι οποίες ενσωματώνονται –μεταξύ άλλων- στα ηλεκτρικά οχήματα.

Είναι σημαντικό να αναφέρει πως Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (Δ.Ο.Ε.), προέβλεψε ότι μέχρι το 2040 η ζήτηση για λίθιο θα αυξηθεί κατά 40%, η παρουσία, λοιπόν, τον Ταλιμπάν σε μια χώρα που συνιστά δυνητικό προμηθευτή δεν θα γίνει επιτρεπτή από την διεθνή κοινότητα εκτός και αμα οι Ταλιμπάν δώσουν ώθηση στον εξυγχρονισμό και την βελτίωση των σχέσεων με την Δύση.

Εν τέλη πρέπει από όλους να γίνει αντιληπτό πως, η Δύση οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη διατήρηση της σταθερότητας και της ελευθερίας στο Αφγανιστάν, σχεδιάζοντας ταυτόχρονα μια δομημένη στρατηγική αντιμετώπισης των συνεπειών της επικράτησης των Ταλιμπάν, σε κρίσιμους τομείς όπως το μεταναστευτικό και η ισορροπία δυνάμεων.